- κρυπτικός
- -ή, -ό (Α κρυπτικός -ή, -όν) [κρυπτός]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κρύπτες τών χριστιανών2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται στις κρύπτες ενός οργάνου («κρυπτική αμυγδαλίτιδα»)3. φρ. βιολ. «κρυπτικός χρωματισμός» — χρωματισμός που χρησιμεύει σε διάφορα ζώα για την απόκρυψή τους ή για την παραπλάνηση τών εχθρών τους4. (το αρσ. πληθ. ως κύριο ον) οι Κρυπτικοίλουθηρανική αίρεση κατά τον 17ο αιώνααρχ.κρυπτήριος. Επιρρ. κρυπτικώς (Α)με κρυπτικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.